- παραρράπτομαι
- Α [ράπτω]παθ.1. ράβομαι σαν κρόσι κατά μήκος μιας επιφάνειας, προσαρτώμαι κάπου με ραφή2. (για επιδέσμους) ράβομαι πάνω σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραρράπτεται — παραρράπτομαι to be sewn as a fringe along pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράρραπτος — ον, Α [παραρράπτομαι] ραμμένος σαν παρυφή, σαν ούγια … Dictionary of Greek